αντιπηκτικός

αντιπηκτικός
-ή, -ό
1. αυτός που εμποδίζει την πήξη.
2. το ουδ. ως ουσ., αντιπηκτικό υγρό που διαλύεται μέσα σε ένα άλλο για να εμποδίσει το πάγωμά του το χειμώνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιπηκτικός — ή, ό (ουσία) που εμποδίζει την πήξη του αίματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”